Βράνγκελ

Βράνγκελ
Τοπωνύμια του παγκόσμιου γεωγραφικού χώρου, που ονομάστηκαν, παρά τη διαφορετική γραφή τους (ρωσικά και αμερικανικά), από τον Ρώσο εξερευνητή Φέρντιναντ Πέτροβιτς φον Βράνγκελ (βλ. λ.). 1. Ηφαιστειογενής οροσειρά (Wrangell Mountains, μήκος 160 χλμ.) στη νοτιοανατολική Αλάσκα. Ορισμένες κορυφές της είναι ενεργά ηφαίστεια, ενώ η ψηλότερη είναι το όρος Μπόνα (5.005 μ.). 2. Νησί (Wrangell Island, μήκος 48 χλμ.) των ΗΠΑ στον Ειρηνικό ωκεανό. Είναι ένα από τα νησιά του αρχιπελάγους Αλεξάντερ και βρίσκεται απέναντι από τις ακτές της νοτιοανατολικής Αλάσκα. Η ομώνυμη κωμόπολη, από τους πιο παλαιούς οικισμούς την Αλάσκα, έχει μερικές εκατοντάδες κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται με την αλιεία. 3. Νησί (ρωσ. Ostrov Vrangelya, έκταση 4.500 τ. χλμ.) της Ρωσίας, στον Αρκτικό ωκεανό, ανάμεσα στη θάλασσα των Τσούκτσκων και την ανατολική Σιβηρία, σε απόσταση 125 χλμ. από τις ακτές της. Το κεντρικό τμήμα του είναι ορεινό και η ψηλότερη κορυφή του φτάνει τα 1.100 μ. Το νησί έχει πολλές μικρές λίμνες και ορισμένες περιοχές του διακόπτονται από λιμνοθάλασσες. Η μέση θερμοκρασία τον Ιανουάριο πέφτει στους 23,3°C ύπο το μηδέν, ενώ όλο τον χρόνο καλύπτεται από πάγο. Έχει βλάστηση τούνδρας και η πανίδα του περιλαμβάνει πολικές αλεπούδες και λευκές αρκούδες. Το καλοκαίρι έρχεται στο νησί μεγάλος αριθμός διαφόρων πουλιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βράνγκελ, Φέρντιναντ Πέτροβιτς φον-, βαρόνος — (Baron Ferdinand Petrovich von Wrangel, 1796 – 1870). Ρώσος αξιωματικός του ναυτικού, εξερευνητής και αξιωματούχος. Ο Β. υπήρξε επικεφαλής μιας ναυτικής εξερευνητικής ομάδας της Αρκτικής, κατά τη δεκαετία του 1820, ενώ συγχρόνως διετέλεσε και… …   Dictionary of Greek

  • Βράνγκελ, Πιοτρ Νικολάγιεβιτς, βαρόνος — (Baron Piotr Nikolayevich Wrangel, 1878 – 1928). Ρώσος στρατηγός. Σπούδασε μεταλλειολόγος και κατατάχτηκε εθελοντής στο σύνταγμα έφιππης φρουράς της Πετρούπολης. Το 1902 έγινε αξιωματικός και πήρε μέρος στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, όπως αργότερα και …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”